ερειψιτοιχος

ερειψιτοιχος
    ἐρειψίτοιχος
    ἐρειψί-τοιχος
    2
    разрушающий стены
    

(δωμάτων Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ερειψιτοιχος" в других словарях:

  • ερειψίτοιχος — ἐρειψίτοιχος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που γκρεμίζει τους τοίχους («δωμάτων ἐρειψίτοιχοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + τοίχος] …   Dictionary of Greek

  • ἐρειψίτοιχοι — ἐρειψίτοιχος overthrowing walls masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»